- εὐδικίη
- εὐδικίαrighteous dealingfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐδικίῃ — εὐδικία righteous dealing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδικία — εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) [εύδικος] 1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.) 2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ δικαίως … Dictionary of Greek